Η ξυλεία προέρχεται από τα δέντρα και ιδιαίτερα από τον κορμό τους. Το ξύλο είναι ένα υλικό με υψηλές μηχανικές ιδιότητες. Προέρχεται από τη φύση και δεν είναι ένα χημικό υλικό, που το έφτιαξε ο άνθρωπος. Από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, υπήρξε και υπάρχει και έχει αποδειχθεί ότι, είναι ένα από τα πιο ισχυρά και ανθεκτικά υλικά, που γνωρίζουμε μέχρις αυτή τη στιγμή. Είναι ισχυρό στον εφελκυσμό και στην κάμψη. Απορροφά περισσότερη ενέργεια, είναι μονωτικό και αντέχει πάρα πολύ πριν καταστραφεί, συγκρίνοντάς το με τα καλύτερα ατσάλια.
Υπάρχουν 2 διαφορετικοί τύποι ξυλείας. Ο τύπος της "σκληρής" και ο τύπος της "μαλακής" ξυλείας.
Το σκληρό ξύλο παράγεται από δέντρα αγγειόσπερμου. Αυτός ο τύπος ξύλου είναι συνήθως εύκρατος και πλατύφυλλος. Το όνομα "σκληρό ξύλο" δεν σημαίνει πάντοτε ότι αυτός ο τύπος ξύλου είναι πάντα σκληρός και μπορεί επίσης να είναι μαλακός. Το εύρος σκληρότητας ποικίλλει πολύ μαζί με την πυκνότητα των διαφόρων μορφών σκληρού ξύλου. Το σκληρό ξύλο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σπιτιών, διαφόρων τύπων επίπλων και ποιοτικών ξύλινων σκαφών.
Το μαλακό ξύλο παράγεται από κωνοφόρα δέντρα. Αυτά τα δέντρα είναι συνήθως μαλακότερα από εκείνα από τα οποία παράγεται σκληρό ξύλο. Ωστόσο, υπάρχουν τύποι μαλακής ξυλείας που μπορεί να είναι πιο δύσκολοι στην επεξεργασία τους από αυτούς των σκληρών ξύλων. Τα δέντρα από τα οποία αποκτάται το μαλακό ξύλο είναι κυρίως δέντρα ταχείας ανάπτυξης. Κυρίως, η μαλακή ξυλεία προέρχεται από δέντρα που παραμένουν πράσινα μέσω όλων των καιρικών συνθηκών.
Στις μέρες μας, η προμήθεια σωστής ναυπηγικής ξυλείας είναι ένα όνειρο και αυτό που έχει να κάνει ο ενδιαφερόμενος, είναι να προσπαθήσει και να βρει ό,τι καλύτερο μπορεί. Η πλέον ιδανική είναι αυτή, που είναι καθαρή, χωρίς ρόζους, με πυκνά παράλληλα νερά, κομμένη από την περιοχή της καρδιάς του δέντρου. Το δέντρο πρέπει να έχει κοπεί το χειμώνα και το στέγνωμα της υγρασίας του να γίνει με φυσικό τρόπο, σε ξηραντήριο. Το στέγνωμά του δεν είναι τόσο απλό ή γρήγορο και απαιτεί μήνες ή και χρόνια ακόμη. Συνιστάται όπως, η χρησιμοποιούμενη για σύγχρονες ναυπηγικές κατασκευές ξυλεία, να έχει υγρασία μεταξύ 12%–15% και το ειδικό της βάρος να κυμαίνεται μεταξύ 385 και 710 κιλά/κυβ.μέτρο. Οι κρίσιμες περιοχές ενός ξύλου είναι τα "σόκορά" του, δηλαδή, οι άκρες που φαίνονται τα τμήματα των δακτυλίων του και πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλα χρώματα ή βερνίκια.
Κοπή Σανίδων
Εγκάρσια Τομή Κορμού
Η υγρασία. Μια από τις βασικές ιδιότητες του ξύλου είναι η υγρασία. Όταν το δέντρο είναι χλωρό και άκοπο, έχει πολύ υγρασία και πολλές φορές το μισό του βάρος είναι νερό. Όταν, όμως, κοπεί, αρχίζει να ξεραίνεται, οπότε ελαττώνεται και το βάρος και ο όγκος του. Για κοινή βιομηχανική χρήση η ξήρανση των ξύλων γίνεται, συνήθως, για λόγους παραγωγής, σε ειδικούς φούρνους και σε θερμοκρασία 50–70 βαθμούς Κελσίου. Για ναυπηγική χρήση συνιστάται όπως η ξήρανσή τους γίνεται με φυσικό τρόπο.
Η αντοχή. Η αντοχή του ξύλου εξαρτάται από το είδος της ξυλείας και έχει μεγάλη σημασία.
Η ελαστικότητα. Είναι η ικανότητα του ξύλου να λυγίζει, χωρίς να σπάζει. Πιο ελαστικό είναι το ξύλο που δεν έχει ρητίνη.
Η σκληρότητα. Είναι η αντίσταση, που προβάλλει το ξύλο, όταν κατεργάζεται με τα διάφορα εργαλεία.
Το χρώμα. Το χρώμα του ξύλου είναι ανάλογο του είδους του δέντρου από το οποίο προέρχεται.
Το σαράκι. Είναι μια ασθένεια, που δημιουργείται από ένα σκουλήκι, το σαράκι, που αφήνει τα αυγά του στις σχισμές του ξύλου καταστρέφοντάς το.
Το άναμμα. Είναι το σάπισμα του ξύλου, που συμβαίνει συχνότερα στα μαλακά ξύλα.
Τα σκασίματα. Αυτά προέρχονται, συνήθως, από την κακή μέθοδο ξήρανσης, που έχει χρησιμοποιηθεί.
Οι ρόζοι. Οι ρόζοι προκαλούνται από τις ρίζες των κλαδιών. Είναι ένα από τα σοβαρότερα ελαττώματα του ξύλου, γιατί εκτός του ότι δυσκολεύουν την κατεργασία του, ελαττώνουν σημαντικά και την αντοχή του.
Σαράκι
Άναμμα
Ρόζοι
Σκασίματα
Κάθε ξυλεία δεν είναι κατάλληλη για ναυπηγικές κατασκευές. Ακόμη και ορισμένα ξύλα, που είναι πολύ καλά για χρήσεις ξηράς, είναι τελείως ακατάλληλα για το θαλασσινό περιβάλλον. Τα κυριότερα και πιο δημοφιλή είδη της ναυπηγικής ξυλείας, που διατίθενται στη χώρα μας, περιγράφονται πιο κάτω. Τα αναφερόμενα ειδικά βάρη σε κιλά/κυβ.μέτρο είναι ενδεικτικά και όχι απόλυτα και με υγρασία ξυλείας της τάξης του 12%.
Αγριομουριά (Μουρνιά ή Σκαμνιά). 610 κιλά/κυβ.μέτρο. Καστανοκίτρινο. Πολύ σκληρό ξύλο. Αντέχει στη σήψη και κατεργάζεται εύκολα. Χρησιμοποιείται για τα περισσότερα εγκάρσια μέλη του σκελετού ενός σκάφους και για μέλη που υποφέρουν, όπως αγκώνες, κοράκια, κ.α.
Ακακία. 750 κιλά/κυβ.μέτρο. Κίτρινο έως κιτρινοσταχτί. Ευθύϊνο, σκληρό και ανθεκτικό ξύλο. Δύσκολο στην κατεργασία, στο κάρφωμα και στο βίδωμα. Πολύ καλή συμπεριφορά στην καμπύλωση. Εύκολη συγκόλληση, φινίρισμα και ικανοποιητική βαφή. Χρησιμοποιείται για πετσώματα, διαμήκεις ενισχύσεις, κ.α.
Δεσποτάκι (Μελιά, Φραξός). 650 κιλά/κυβ.μέτρο. Ασπροκίτρινο. Σχετικά βαρύ και σκληρό. Πολύ ευλύγιστο και εύκαμπτο. Κατεργάζεται δύσκολα. Δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό στο σάπισμα. Αντικαθιστά τη δρυ σε περιοχές, που δεν έχουν άμεση επαφή με την υγρασία. Το καλύτερο ξύλο για κουπιά. Κάνει για νομείς, διαμήκεις ενισχύσεις και μέλη που υποφέρουν.
Δρυς. Από 690–770 κιλά/κυβ.μέτρο, (αναλόγως του τόπου προέλευσης). Ανοικτό κίτρινο έως καφέ σκοτεινό. Βαρύ, σκληρό, αντοχής και μεγάλης διάρκειας ζωής. Ευλύγιστο και δυσκολοκατέργαστο. Αντέχει στην υγρασία και δεν προσβάλλεται από το σαράκι. Χρησιμοποιείται για το σκελετό ενός σκάφους, για εσωτερική διαρρύθμιση, κλπ. Υπάρχει η λευκή και η κόκκινη δρυς. Η λευκή είναι η πλέον δημοφιλής.
Έλατο (Άσπρο). 380 κιλά/κυβ.μέτρο. Άσπρο έως κόκκινο ανοικτό. Περιέχει λίγο ρετσίνι. Είναι μαλακό, ελαφρύ, ευκολόσχιστο και μικρής αντοχής στις καιρικές μεταβολές. Είναι πιο ευλύγιστο από το πεύκο και την ερυθρελάτη. Χρησιμοποιείται για ξύλινους ιστούς, εσωτερικά ξυλιάσματα, βοηθητικές εργασίες και διαμήκεις ενισχύσεις πολύ μικρών σκαφών, δεύτερης ποιότητας.
Έλατο (Ερυθρελάτη). 450 κιλά/κυβ.μέτρο. Κίτρινο έως κόκκινο. Μαλακό, ελαφρύ, ευκολόσχιστο, πιο ευλύγιστο από το πεύκο. Αντέχει στις καιρικές μεταβολές. Χρησιμοποιείται σαν το άσπρο έλατο, αλλά είναι καλύτερης ποιότητας.
Ευκάλυπτος. Από 850–900 κιλά/κυβ.μέτρο(αναλόγως του τόπου προέλευσης). Κόκκινο έως καφέ. Βαρύ, πολύ σκληρό και γερό. Αντέχει στις καιρικές μεταβολές. Κάνει για εγκάρσιο σκελετό, καρένες κλπ., σε σκάφη μεγάλου εκτοπίσματος. Οι καλύτερες ποιότητες ευκαλύπτου φύονται στην Αυστραλία και στην Ελλάδα.
Ιρόκο. 650 κιλά/κυβ.μέτρο. Κίτρινο, αλλά σκουραίνει όταν το δει το φως ή εκτεθεί στον αέρα. Σχετικά βαρύ και σκληρό. Είναι αποδεκτό για την αντικατάσταση του μαονιού ή του τικ, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρό όπως αυτά. Διατίθεται σε φαρδιές πλάκες. Κατεργάζεται σχετικά εύκολα, αλλά αντιστέκεται στα τρυπάνια. Είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή ξύλα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα για τη δημιουργία ποιοτικών ιδιοκατασκευών. Χρησιμοποιείται για τα περισσότερα μέλη του σκελετού ενός σκάφους.
Καραγάτσι (Φτελιά). 650 κιλά/κυβ.μέτρο. Ωχροκίτρινο έως σοκολατί. Σκληρό, σχετικά βαρύ, αλλά όχι ιδιαίτερα ευλύγιστο. Αντέχει στην υγρασία και στις καιρικές μεταβολές. Χρησιμοποιείται για νομείς, καρένες, σωτρόπια, πετσώματα και εσωτερικά τμήματα σκάφους.
Καστανιά. 580 κιλά/κυβ.μέτρο. Ξανθό/καφέ με μια κίτρινη απόχρωση. Σε μεγάλης ηλικίας δένδρα ωριμάζει σε κοκκινωπό/καφέ. Μέτρια σκληρό και πυκνό ξύλο μεγάλης αντοχής και χαμηλής ακαμψίας, ανθεκτικό στο χρόνο. Απαιτείται προτρύπημα για βίδες και καρφιά. Φύεται σχεδόν σε όλα τα βουνά της χώρας μας, ιδιαίτερα στην περιοχή του Πηλίου και του Αγίου Όρους. Χρησιμοποιείται για διάφορα μέλη του σκελετού ενός σκάφους.
Κέδρος. 570 κιλά/κυβ.μέτρο. Ελαφρό ροζ (Λιβάνου) και Καστανό (άλλων περιοχών). Φύεται στο Λίβανο, στη Β. Αφρική, στην Κύπρο και στην Κρήτη. Πευκοειδές μεγάλης διάρκειας ζωής και αντοχής στη σήψη και στο νερό. Πολύ φτωχή συμπεριφορά στην κάμψη. Κατεργάζεται εύκολα με εργαλεία χειρός. Είναι εύκολο στο κάρφωμα και στο βίδωμα με καλή συγκράτηση. Χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση όλου του σκελετού ενός σκάφους, παραδοσιακής και σύγχρονης ναυπηγοξυλουργικής. Έχει ρόζους, αλλά όταν αυτοί είναι μικροί και στέρεοι δεν υπάρχει πρόβλημα.
Κυπαρίσσι. 550 κιλά/κυβ.μέτρο. Κίτρινο. Σκληρό και ανθεκτικό ξύλο μέτριου βάρους. Παρομοιάζει με τον Κέδρο. Στη χώρα μας αναπτύσσονται 2 ποικιλίες κυπαρισσιού. Η πρώτη ποικιλία είναι το πλαγιόκλαδο κυπαρίσσι με κατακόρυφα σχεδόν κλαδιά και η δεύτερη είναι το οριζοντιόκλαδο κυπαρίσσι, το οποίο έχει κλαδιά σχεδόν οριζόντια. Χρησιμοποιούνται, ανάλογα, για νομείς,κοράκια, αγκώνες, καρένες, σωτρόπια, διαμήκεις ενισχύσεις, πετσώματα υφάλων και ιστούς.
Λάρτζινο. 500 κιλά/κυβ.μέτρο. Ωχροκίτρινο έως ανοικτό σοκολατί. Περιέχει ρετσίνι. Αντέχει στην υγρασία και είναι γερό. Λόγω των φυσικών καμπυλών του, που δημιουργούνται μεταξύ κορμού και κλαδιών χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση μονοκόμματων κορακιών, αγκώνων, νομέων στρογγυλού πυθμένα, κ.α. Έχει ρόζους, αλλά όταν αυτοί είναι μικροί και στέρεοι δεν υπάρχει πρόβλημα.
Μαόνι. Από 500–650 κιλά/κυβ.μέτρο (αναλόγως του τόπου προέλευσης). Κόκκινο έως κανελί. Σκληρό, όχι πολύ βαρύ, γυαλίζει και κατεργάζεται εύκολα. Υπάρχουν πολλά είδη, αναλόγως της περιοχής που προέρχονται, όπως το Αφρικάνικο μαόνι, το μαόνι Ονδούρας, το μαόνι Φιλιππίνων, κ.α. Είναι πολύ καλή ξυλεία για ναυπηγικές κατασκευές. Χρησιμοποιείται για τα περισσότερα κατασκευαστικά και διακοσμητικά μέλη ενός σκάφους.
Μεράντι. 580 κιλά/κυβ.μέτρο. Ανοικτό κίτρινο ή κίτρινο καφετί. Μέτρια σκληρότητα. Ελάχιστα ανθεκτικό. Κατεργάζεται και συγκολλάται εύκολα. Δεν έχει καμιά δυσκολία στο τρύπημα και στο βίδωμα. Αντέχει στην υγρασία. Χρησιμοποιείται για νομείς πολύ μικρών σκαφών, πετσώματα και γενικές διακοσμητικές εργασίες. Η επιλογή του πρέπει να γίνεται με προσοχή για την ποιότητα και την ορθότητα των νερών του.
Νιαγκόν. 650 κιλά/κυβ.μέτρο. Ανοικτό κόκκινο. Ανήκει στην οικογένεια των μαονοειδών. Μέτρια ανθεκτικό με ρητινώδεις χυμούς. Δύσκολα προσβάλλεται από έντομα και μύκητες. Αρκετά σκληρό με καλή αντοχή σε θλίψη και κάμψη. Επεξεργάζεται εύκολα με εργαλεία χειρός και μηχανικά. Κατάλληλο για ποιοτικές σύγχρονες ιδιοκατασκευές μικρών και μεσαίου μήκους σκαφών.
Όρεγκον πάιν. 520 κιλά/κυβ.μέτρο. Κιτρινοκόκκινο. Έχει ρετσίνι και πυκνά ευθύϊνα νερά (ίνες). Σχίζεται εύκολα. Αντέχει πιο πολύ από το κοινό πεύκο στις καιρικές μεταβολές. Δεν χαλάει στον ήλιο. Είναι αποδεκτό για όλες τις χρήσεις, όπως για διαμήκεις ενισχύσεις, σωτρόπια, καρένες, νομείς, ιστούς, κλπ.
Πεύκο ελληνικό. Από 450–560 κιλά/κυβ.μέτρο (αναλόγως της περιοχής που προέρχεται). Κίτρινο. Μαλακό έως ημίσκληρο και ευλύγιστο. Περιέχει ρετσίνι. Υπάρχουν πολλές ποιότητες. Το καλύτερο και το πιο αποδεκτό είναι το πεύκο Σάμου και Μυτιλήνης (τραχεία πεύκη), που έχει αποδείξει την αξία του μέσα στο χρόνο. Χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση όλου του κελετού ενός σκάφους, συνήθως, παραδοσιακής ναυπηγοξυλουργικής, αλλά γιατί όχι και σύγχρονης. Έχει ρόζους, αλλά όταν αυτοί είναι μικροί και στέρεοι δεν υπάρχει πρόβλημα. Αρκετά είδη ελληνικών πεύκων είναι κατάλληλα μόνο για φτηνή εργασία.
Πίτς πάιν. 640 κιλά/κυβ.μέτρο. Κίτρινο έως καφέ. Έχει ρετσίνι και είναι δυσκολοκατέργαστο. Αντέχει πιο πολύ από το κοινό πεύκο στις καιρικές μεταβολές. Δε χαλάει στον ήλιο. Χρησιμοποιείται για νομείς, πετσώματα και καταστρώματα.
Πουρνάρι. 900 κιλά/κυβ.μέτρο. Καστανό ή χρυσοκάστανο. Είναι ένα είδος Δρυός. Ξύλο πολύ βαρύ και σκληρό. Άλλοι το λένε σιδερόξυλο. Είναι πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία, κυρίως σε σκάφη εκτοπίσματος.
Ρόμπολο. 520 κιλά/κυβ.μέτρο. Λευκόδερμο, δυσεύρετο είδος πεύκου απαγορευμένης υλοτομίας στη χώρα μας. Ιδιαίτερα σκληρό, που φύεται σε μεγάλα υψόμετρα 1000–2500 μέτρων, στα όρια της Αλπικής Ζώνης. Έχει μεγάλη αντοχή στις υγρασίες και είναι ιδανικό για πετσώματα παραδοσιακών σκαφών.
Τικ. 720 κιλά/κυβ.μέτρο. Χρώμα καφέ σκούρο έως σκοτεινό. Μεγάλης διάρκειας, βαρύ, σκληρό, δεν προσβάλλεται από το σαράκι. Είναι το "εκ παραδόσεως" καλύτερο είδος ξυλείας για ποιοτικές επαγγελματικές ναυπηγικές κατασκευές.
Η εξέλιξη στη ξυλεία, που διευκόλυνε τόσο τον επαγγελματία, όσο και τον ερασιτέχνη κατασκευαστή, είναι το κόντρα πλακέ θαλάσσης, το οποίο είναι τελείως υδατοστεγές. Τα κόντρα πλακέ είναι μια τεχνική ξυλεία ισόπαχων πλακών, που διαμορφώνονται από λεπτά ξύλινα φύλλα, τα οποία μπορούν να παρομοιαστούν και σαν χοντροί καπλαμάδες.
Οι στρώσεις των καπλαμάδων του, αφού πρώτα συγκολληθούν με ειδική κόλλα συνθετικής ρητίνης, πιέζονται σε πιεστήρια και συγχρόνως θερμαίνονται με ατμό. Το κόντρα πλακέ θαλάσσης γίνεται από ξυλεία οκουμέ, λεύκας, ελάτης, σημίδας, μεραντιού, μαονιού ή και από άλλα παρεμφερή είδη ξυλείας. Όμως, το οκουμέ χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές, για σκάφη που πρόκειται να πλαστικοποιηθούν ή να χρωματιστούν.
Το κλασικό τεστ για τον έλεγχο της υδατοστεγανότητας της κόλλας, που έχει χρησιμοποιηθεί για τη συγκόλληση των στρώσεων των καπλαμάδων του κόντρα πλακέ θαλάσσης, είναι το βράσιμο ενός "τεμαχίου δείγματος" κόντρα πλακέ θαλάσσης, πλήρως βυθισμένου μέσα στο νερό για 4 ώρες. Ακολουθεί το στέγνωμα του "τεμαχίου δείγματος" για 20 ώρες, σε θερμοκρασία 60ο Κελσίου. Στη συνέχεια το "τεμάχιο δείγμα" ξαναβράζεται για 4 ώρες, αφήνεται να κρυώσει μέσα σε νερό και ελέγχεται η αντοχή της κόλλας του, καταπονώντας το σε διάφορες κατευθύνσεις. Κόντρα πλακέ που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτό το τεστ είναι ακατάλληλα για θαλασσινή χρήση και έχουν πολύ μικρή διάρκεια ζωής. Πάντως, όπως και αν έχει το πράγμα, ανάλογα της ποιότητας κατασκευής του, αντέχει από 5–25 χρόνια, εφ’ όσον δεν είναι προστατευμένο εξωτερικά.
Οι τυποποιημένες διαστάσεις των κόντρα πλακέ θαλάσσης, που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι 2,50 μ. Χ 1,22 μ. και σε διάφορα πάχη από 6–25 χιλιοστά (6, 8, 10, 12, 15, 20 και 25). Στο εξωτερικό υπάρχουν και κόντρα πλακέ θαλάσσης πάχους 3 και 4 χιλιοστών.
Οι βασικές ποιότητες των κόντρα πλακέ θαλάσσης είναι τρεις. Η "Α", η "Β", και η "Γ". Η "Α" είναι η καλύτερη, γιατί για τη διαμόρφωσή του χρησιμοποιείται καθαρή ξυλεία. Για τη "Β" χρησιμοποιείται λιγάκι χαμηλότερη ποιότητα ξυλείας, που ίσως να έχει και κάποιους μικρούς ρόζους. Για τη "Γ" χρησιμοποιείται ξυλεία με σκασίματα, αρκετούς μικρούς σε διάμετρο ρόζους και μερικούς μεγαλύτερους σαθρούς.
Κόντρα Πλακέ Θαλάσσης "Α" Ποιότητας
Κόντρα Πλακέ Θαλάσσης "Β" Ποιότητας
Κόντρα Πλακέ Θαλάσσης "Γ" Ποιότητας
Πάντα πρέπει να αποφεύγεται η προμήθεια κόντρα πλακέ θαλάσσης με σκασίματα ή ρόζους. Για κόντρα πλακέ θαλάσσης πάχους μέχρι 10 χιλιοστών, απαιτούνται, τουλάχιστον, 3 στρώσεις καπλαμάδων. Για πάχος από 10–20 χιλιοστά, τουλάχιστον 5 στρώσεις. Για πάχος πάνω από 20 χιλιοστά, τουλάχιστον 7 στρώσεις. Ως προς το βάρος του, αυτό ποικίλει ανάλογα με το είδος της ξυλείας, που θα κατασκευαστεί. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, τα κόντρα πλακέ πάχους 6 χιλιοστών έχουν βάρος γύρω στα 4 κιλά/τετρ.μέτρο, των 10 γύρω στα 5,50, των 12 γύρω στα 7,40, των 15 γύρω στα 8,50 και των 25 γύρω στα 14,50.
Για τη συναρμολόγηση και τη στήριξη των διαφόρων μελών ενός ξύλινου σκάφους μεταξύ τους, απαιτείται η χρήση μεταλλικών συνδετικών (βίδες, καρφιά κλπ.) μαζί με κόλλα θαλάσσης. Βίδες ή καρφιά ή και συνδυασμός των δύο χρησιμοποιούνται, σε μεγάλη ποσότητα, ακόμη και για την κατασκευή του πιο μικρού σκάφους.
Μια μεγάλη ποικιλία κραμάτων χρησιμοποιείται για την κατασκευή των μεταλλικών συνδετικών και τα οποία παρουσιάζονται κατά σειρά ποιότητας και προτίμησης:
Μονέλ. Eίναι ένα θαυμάσιο υλικό για μεταλλικά συνδετικά ναυπηγικών κατασκευών, έχει μεγάλη αντοχή και αντιστέκεται στη διάβρωση.
Πυριτιούχος μπρούτζος. Eίναι εξ'ίσου καλός με το μονέλ, με λίγο μικρότερη αντοχή, αλλά είναι το πλέον γνωστό και τυποποιημένο υλικό για ναυτική χρήση.
Κράμα χρωμίου και ανοξείδωτου χάλυβα. Έχει υπερβολική αντοχή και αντίσταση στη διάβρωση. Είναι ιδανικό για περαστές βίδες και βέργες με σπείρωμα.
Ανοξείδωτος χάλυβας τύπου 316L ή 304 ή 302. Η χρήση ανοξείδωτου χάλυβα για μεταλλικά συνδετικά είναι η δεύτερη επιλογή, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο. Ο ανοξείδωτος χάλυβας υποσκάπτεται και παρουσιάζει, πολλές φορές, αυτό που λέγεται "πιτίαση". Είναι λιγότερο ασφαλής από τον πυριτιούχο μπρούτζο.
Γαλβανισμένος σίδηρος. Εξυπηρετεί για πολλά χρόνια τους κατασκευαστές, που γνωρίζουν τη μικρή διάρκεια ζωής του, ελπίζοντας να κρατήσει κάτι παραπάνω, χωρίς να σκουριάσει. Αυτός είναι και ο λόγος, που πρέπει να είναι προστατευμένος με γαλβάνισμα βαθιάς διείσδυσης.
Ο ορείχαλκος (κράμα χαλκού και ψευδαργύρου), δεν κάνει για μεταλλικά συνδετικά ναυπηγικών κατασκευών, γιατί ο ψευδάργυρος αποδεσμεύεται στο θαλασσινό περιβάλλον και αυτό που μένει δεν εκπληρώνει το σκοπό του. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ του πυριτιούχου μπρούτζου και του κοινού ορείχαλκου.
Διάφορα Μεταλλικά Συνδετικά Ναυπηγοξυλουργικής
Στο εμπόριο υπάρχουν ειδικές φρεζωτές σιδερένιες ξυλόβιδες, κατάλληλες για οικιακή χρήση, που λέγονται "νοβοπανόβιδες" και δουλεύονται εύκολα με ένα ηλεκτροκίνητο σταυροκατσάβιδο. Οι βίδες αυτές παρ’ όλο, που είναι γερές και έχουν μεγάλη συγκρατητική ικανότητα, είναι τελείως άχρηστες για ναυπηγικές κατασκευές, γιατί είναι επικαδμιωμένες με μια λεπτή στρώση καδμίου, που εξαφανίζεται σύντομα.
Στριφόνια (χοντρές ξυλόβιδες με τετράγωνο ή εξάγωνο κεφάλι), χρησιμοποιούνται για ισχυρές συνδέσεις και για μεγάλα πάχη ξυλείας. Οι καρρόβιδες και οι περαστές βίδες (μηχανόβιδες) είναι λεπτές και μακριές, με μισοστρόγγυλο ή τετράγωνο ή εξάγωνο κεφάλι και παξιμάδια, χρησιμοποιούνται για πιο ασφαλείς συνδέσεις, μαζί με ροδέλες. Καρρόβιδες και περαστές βίδες μπορούν να αντικατασταθούν με βέργες με σπείρωμα, κομμένες στα επιθυμητά μήκη, μαζί με ροδέλες και παξιμάδια.
Τα συνήθη ναυτικά καρφιά (χάλκινα ή γαλβανιζέ βαθιάς διείσδυσης), κυκλικής ή τετράγωνης διατομής, δεν έχουν σχέση με τη σύγχρονη ναυπηγοξυλουργική και χρησιμοποιούνται μόνο για παραδοσιακές κατασκευές. Τα κεφάλια τους μπορεί να είναι πλατιά ή φρεζωτά.
Μεταξύ καρφιού και ξυλόβιδας υπάρχει το αγκυρωτό καρφί. Καρφώνεται σαν καρφί, αλλά αγκυρώνεται σαν ξυλόβιδα, μόνο που βγαίνει κάπως δύσκολα. Είναι ένα θαυμάσιο προϊόν, κατάλληλο για ιδιοκατασκευαστές, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει στη χώρα μας. Τα αγκυρωτά καρφιά κατασκευάζονται από πυριτιούχο μπρούτζο ή από άλλο κατάλληλο κράμα.
Σε όλες τις κατασκευές ξύλινων σκαφών, απαιτείται υποχρεωτικά η χρήση κόλλας θαλάσσης, μαζί με τα μεταλλικά συνδετικά. Φυσικά, τα μεταλλικά συνδετικά είναι αρκετά για να κρατήσουν τις συνδέσεις, αλλά η διπλή ασφάλεια και η στεγανότητα των συνδέσεων, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις σε περιπτώσεις υψηλών ταχυτήτων και άσχημων καιρικών συνθηκών, όπου οι καταπονήσεις είναι τεράστιες. Στις μέρες μας, δύο είδη κόλλας θαλάσσης είναι τα πλέον δημοφιλή:
Κόλλα θαλάσσης τύπου Πολυουρεθάνης. Είναι ενός συστατικού και μοιάζει με καφέ σκούρο μέλι. Έχει το πλεονέκτημα ότι, αργεί να ενεργοποιηθεί. Χρειάζονται πάνω από δύο ή τρεις ώρες, ανάλογα με την υγρασία του περιβάλλοντος, για να αρχίσουν οι συγκολλητικές της ιδιότητες. Όταν αρχίζει να ενεργοποιείται, η κόλλα πολυουρεθάνης διογκώνεται, καλύπτει όλα τα κενά και στεγανοποιεί συγχρόνως. Είναι κατάλληλη για όλες τις εργασίες κατασκευής ενός ξύλινου σκάφους και έχει αποδείξει την αντοχή της στο χρόνο, σε κατασκευές σύγχρονης ναυπηγοξυλουργικής.
Εποξική κόλλα 2 συστατικών ή Εποξική Ρητίνη Υψηλής Πυκνότητας. Η εποξική κόλλα 2 συστατικών (Α+Β), αποτελείται από τη ρητίνη και τον σκληρυντή της, που μπορεί να είναι γρήγορος ή αργός, ανάλογα με τις απαιτήσεις ταχύτητας στερεοποίησης του μείγματος. Είναι η πιο ισχυρή κόλλα θαλάσσης, που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη ναυπηγοξυλουργική και που έφερε επανάσταση στη κατασκευή των ξύλινων σκαφών. Μοιάζει με διάφανο μέλι. Εξασφαλίζει πλήρη αντοχή και στεγανότητα. Η εποξική ρητίνη υψηλής πυκνότητας, διαμορφώνεται χρησιμοποιώντας την επιθυμητή ποσότητα εποξικής ρητίνης και σκληρυντικού, προσθέτοντας σταδιακά και μικρές ποσότητες υλικού πάχυνσης, μέχρι να επιτευχθεί ο επιθυμητός βαθμός συνοχής.
Συναφή με τις κόλλες θαλάσσης είναι και τα διάφορα υλικά στοκαρίσματος και στεγανότητας. Γεμίζουν τρύπες και αρμούς, αλλά δεν προσφέρουν τίποτε στην αντοχή. Στο εμπόριο υπάρχουν καλά και σύγχρονα στεγανοποιητικά υλικά με βάση την εποξική ρητίνη και τη σιλικόνη. Εισχωρούν στα σόκορα, στους πόρους και στις αμυχές. τις φράζουν και τις προστατεύουν από την υγρασία και το θαλασσινό νερό.
Όπως περιγράφεται και πιο πάνω, ένα σκάφος κατασκευασμένο με μονοκόμματα φύλλα κόντρα πλακέ θαλάσσης ή με λωρίδες καπλαμά ή με λωρίδες κόντρα πλακέ θαλάσσης ή με στενά ισόφαρδα μαδέρια, πρέπει να προστατεύεται, ώστε να έχει μεγάλη διάρκεια ζωής. Η προστασία του πρέπει να είναι εσωτερική και εξωτερική.
Εσωτερικά το σκάφος εμποτίζεται ή με εποξική ρητίνη εμποτισμού ξύλων, ή με μείγμα πολυεστερικής ρητίνης, με μείγμα πολυεστερικής ρητίνης και στυρενίου (50% + 50%) μαζί με τον ανάλογο επιταγχυντή ή με αστάρι εποξικού χρώματος.
Εξωτερικά το σκάφος πλαστικοποιείται με υαλοϋφάσματα και πολυεστερική ή εποξική ρητίνη. Αυτό απαιτείται (περισσότερο για σκάφη, που παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο θαλασσινό περιβάλλον), για την απόλυτη στεγανοποίηση των αρμών και των σόκορων των τελειωμάτων των κόντρα πλακέ, την απεριόριστη μείωση της συντήρησής του και την αύξηση της ανθεκτικότητας του εξωτερικού φινιρίσματος. Προϋπόθεση μιας επιτυχημένης πλαστικοποίησης είναι η σταθερή θερμοκρασία και υγρασία του χώρου εργασίας ή του περιβάλλοντος.
Ο όρος Πλαστικοποίηση περιλαμβάνει πολλές σύγχρονες μεθόδους εξωτερικής προστασίας ενός ξύλινου σκάφους και δεν πρέπει να αμφισβητείται από κανένα.
Στο εμπόριο υπάρχουν όλα τα είδη και τα προϊόντα των υαλοϋφασμάτων. Συνήθως, χρησιμοποιούνται οι τύποι "γούβεν ρόβιν", "ματ", "κλοθ", "αραχνοϋφαντο" και "μαντιλάκι", σε διάφορα βάρη ανά τετραγωνικό μέτρο (γρ/μ2). Για πλαστικοποιήσεις χρησιμοποιούνται στρώσεις "ματ" και "κλοθ" των 225–350 γρ/μ2, μαζί με "αραχνοΰφαντο" των 30–50 γρ/μ2. Το "μαντιλάκι" με λεία ή διαγώνια ύφανση διατίθεται σε βάρη από 48–390 γρ/μ2.
Ένα σκάφος, ακόμη και αν ταξιδεύει σε γλυκό νερό, πρέπει να αντέχει σε καταστάσεις πολύ πιο σκληρές, από αυτές της ξηράς. Χρώματα και βερνίκια, για οικιακή χρήση, είναι τελείως ακατάλληλα για σκάφη. Με τέτοια χρώματα γίνονται μόνο οι εσωτερικές εργασίες και αυτές με επιφύλαξη. Για εξωτερική χρήση δεν ενδείκνυται η χρησιμοποίηση φτηνών χρωμάτων και βερνικιών. Όλα τα σύγχρονα χρώματα και βερνίκια είναι συνθετικά. Αυτό προσφέρει εκτός από ομοιομορφία, ποιότητα και ευκολία στο χρωματισμό. Κάποτε, οι ατμοσφαιρικές αλλαγές και οι θερμοκρασίες επηρέαζαν σοβαρά τα αποτελέσματα. Με τα σημερινά συνθετικά χρώματα, αυτά έχουν ξεπερασθεί και τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά.
Κάθε τελικό χρώμα έχει και το αστάρι του, το οποίο καλύπτει την προς βαφή επιφάνεια και δημιουργεί μια ματ επιφάνεια, έτοιμη για την πρόσφυση των τελικών εξωτερικών στρωμάτων. Πολλές φορές, χρησιμοποιούνται δύο χέρια ασταριού.
Ένα από τα προβλήματα, που παρουσιάζονται σε σκάφη, που μένουν συνεχώς μέσα στη θάλασσα, είναι η ρύπανση των βρεχάμενων τους από φυτικούς και ζωικούς μικροοργανισμούς (λέγονται αντίστοιχα μαλούπα και στριδώνα). Κανένα από τα κοινά χρώματα δεν έχει αντιρρυπαντικές ιδιότητες. Για αυτή τη δουλειά υπάρχουν ειδικά αντιρρυπαντικά χρώματα (μουράβιες), ανάλογα του τύπου του σκάφους και του υλικού κατασκευής του, όπως ξύλινου, πλαστικού, αργοκίνητου, ταχύπλοου, μεταλλικού κλπ.
Τα σύγχρονα προστατευτικά χρώματα και βερνίκια χωρίζονται σε τέσσερις κύριες κατηγορίες, ανάλογα με τον τύπο των συνθετικών ρητινών, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους. Υπάρχουν τα αλκαλικά, τα βινυλικά, τα πολυουρεθανικά και τα εποξικά.
Τα Αλκαλικά. Χρησιμοποιούνται πάνω από την ίσαλο. Η τιμή τους είναι σχετικά φτηνή.
Τα Βινυλικά. Χρησιμοποιούνται περισσότερο για τα βρεχάμενα ενός σκάφους, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τα έξαλά του. Έχουν μεγάλη ελαστικότητα.
Τα Πολυουρεθανικά. Χρησιμοποιούνται πάνω από την ίσαλο. Δίνουν πολύ καλά αποτελέσματα σε επιφάνειες εκτεθειμένες στη θάλασσα. Η τιμή τους είναι σχετικά ακριβή. Είναι κατάλληλα για ξύλινα και πλαστικά σκάφη.
Τα Εποξικά. Χρησιμοποιούνται για όλες τις επιφάνειες. Αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Δεν κρατούν εύκολα τον τόνο της απόχρωσής τους και ξεθωριάζουν. Είναι ακριβότερα από τα άλλα χρώματα.
Για περισσότερες πληροφορίες, διευκρινήσεις κλπ, επικοινωνήστε στο Τηλ: 210.8323654, στο E-Mail: ppsatheris@gmail.com